ἔγκυος

ἔγκυος
ἔγκυος, ον (ἐν + κυέω [s. κύω]; Hdt. et al.; SIG 1168, 12; 14; 17; BGU 1104, 21; POxy 267, 20; 1273, 33; Sir 42:10; Philo, Spec. Leg. 3, 108; Jos., Ant. 4, 278, C. Ap. 2, 245) pregnant Lk 2:5; GJs 13:1 v.l. (for ὠγκωμένην).—B. 283. DELG s.v. κυέω. M-M. s.v. ἔνκυος.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἔγκυος — Epigr Gr. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγκυος — η (AM ἔγκυος, ον) το θηλ. ως ουσ. αυτή που έχει συλλάβει κατά τη συνουσία και έχει έμβρυο μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκυον το έμβρυο* αρχ. 1. γεμάτος, φορτωμένος 2. φρ. «μόρον ἔγκυον» για γυναίκα που πεθαίνει στον τοκετό …   Dictionary of Greek

  • έγκυος — α, ο (για γυναίκες και θηλυκά ζώα), που έχει έμβρυο στην κοιλιά, γκαστρωμένος: Έγκυος πάνθηρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔγκυον — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem acc sg ἔγκυος Epigr Gr. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύοις — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύου — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύους — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύων — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύῳ — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκυα — ἔγκυος Epigr Gr. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκυοι — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”